- μετάκλισις
- μετάκλισιςchange of positionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακλίσει — μετάκλισις change of position fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετακλίσεϊ , μετάκλισις change of position fem dat sg (epic) μετάκλισις change of position fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλίσεις — μετάκλισις change of position fem nom/voc pl (attic epic) μετάκλισις change of position fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλίσεσι — μετάκλισις change of position fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλίσεσιν — μετάκλισις change of position fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλίσιας — μετάκλισις change of position fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάκλισιν — μετάκλισις change of position fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάκλιση — η (ΑM μετάκλισις) [μετακλίνω] νεοελλ. γεωλ. η διατάραξη ή μετακίνηση τής αρχικής οριζόντιας θέσης γεωλογικών στρωμάτων χωρίς τη δημιουργία ρήγματος μσν. γραμμ. (κατά τον Ευστ.), το να ανήκει ένας τύπος συντακτικώς σε δύο χρόνους, π.χ. λέγων, μτχ … Dictionary of Greek
μετακλίσεως — μετακλίσεω̆ς , μετάκλισις change of position fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)